- αμαυρα
- ἀμαυράadv. темно, неясно
ἀ. βλέπειν Anth. — плохо видеть
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. βλέπειν Anth. — плохо видеть
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμαυρά — ἀμαυρός dark neut nom/voc/acc pl ἀμαυρά̱ , ἀμαυρός dark fem nom/voc/acc dual ἀμαυρά̱ , ἀμαυρός dark fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαυρά — (amaura).Επιστημονική ονομασία γένους γαστεροπόδων μαλακίων της οικογένειας των νατικιδών της τάξης των νηριτοειδών. Τα μαλάκια αυτά εμφανίστηκαν πριν από 60 εκατ. χρόνια και πολλά είδη τους ζουν έως τις μέρες μας. Βρίσκονται στους βυθούς των… … Dictionary of Greek
ἀμαυράν — ἀμαυρά̱ν , ἀμαυρός dark fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαυράς — ἀμαυρά̱ς , ἀμαυρός dark fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαυρός — ἀμαυρός, ά, όν (AM) θαμπός, σκοτεινός μσν. (το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα αρχ. 1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης 2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός 3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος,… … Dictionary of Greek